- λεπτίτιδες
- λεπτ-ίτιδες [ῑτ] κριθαί, a kind ofA fine barley, Gp.3.3.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτίτις — λεπτῑτις, ίτιδος, ἡ (Μ) φρ. «λεπτίτιδες κριθαί» είδος λεπτής κριθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κυαμ ίτις, σησαμ ίτις)] … Dictionary of Greek